-
1 εκτροχίαση
[-ις (-εως)] η, εκτροχίασμός ο1) сход с рельсов (поезда, трамвая и т. п); крушение; 2) перен. заблуждение; отклонение от правильного пути -
2 крушение
См. также в других словарях:
εκτροχίαση — η 1. η ενέργεια τού εκτροχιάζω 2. το αποτέλεσμα τού εκτροχιάζω, η έξοδος από την τροχιά, κυρίως για οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές 3. μτφ. παρεκτροπή, έξοδος από τα όρια τού πρέποντος ή τής ευπρέπειας … Dictionary of Greek
εκτροχίαση — η 1. η εκτροπή (βλ. λ.) οχήματος από τις σιδηροτροχιές του. 2. μτφ., η παρέκκλιση από την ευθεία, το παραστράτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτροχιασμός — ο η εκτροχίαση … Dictionary of Greek
εκτροχιασμός — ο η εκτροχίαση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)